- κοβαλος
- κόβαλοςκόβᾱλοςI2плутоватый, проказливый Arph., Arst.IIὅ1) плут, обманщик Arst.2) проказливое божество (род домового) Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… … Dictionary of Greek
κόβαλος — κόβᾱλος , κόβαλος impudent rogue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Gobelin (folklore) — Pour les articles homonymes, voir Gobelin. Un kobold Le gobelin est une créature légendaire, anthropomorphe et de petite taille issue du folklore médiéval europée … Wikipédia en Français
Kobold (2), der — 2. Der Kobold, des es, plur. die e. 1) Ein Possenreißer; eine im Hochdeutschen veraltete Bedeutung, in welcher Covalus im mittlern Lat. vorkommt. Covalus qui lusu assimulatio fallit, vel parasitus, vel blatero, hallucinatorque vel praedo, vel… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] … Dictionary of Greek
κοβαλικός — κοβαλικός, ή, όν (Α) [κόβαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόβαλο … Dictionary of Greek
κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… … Dictionary of Greek
κόβαλον — κόβαλον, τὸ (Α) στον πληθ. τὰ κόβαλα απάτες, δόλοι («ἄλλα γ ἐστί μου κόβαλα παιδὸς ὄντος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
φόρταξ — ακος, ὁ, ΜΑ μσν. φορτικός, ενοχλητικός αρχ. 1. αχθοφόρος 2. φορτηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόν αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης … Dictionary of Greek
κοβάλους — κοβά̱λους , κόβαλος impudent rogue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)